ἀκίνδυνος — ἀκίνδῡνος , ἀκίνδυνος free from danger masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακίνδυνος — η, ο επίρρ. α χωρίς κίνδυνο, ασφαλής: Τώρα πια θεωρούσε το ζώο αυτό ακίνδυνο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ακίνδυνος, Γρηγόριος — (Πρίλαπος Μακεδονίας 1300; – 1349;). Βυζαντινός θεολόγος και συγγραφέας. Σπούδασε στη Θεσσαλονίκη, έζησε για λίγο στο Άγιον Όρος και τελικά εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί έλαβε ενεργό μέρος στην έριδα του Ησυχασμού που συντάραζε τότε… … Dictionary of Greek
ἀκινδυνότερον — ἀκινδῡνότερον , ἀκίνδυνος free from danger adverbial comp ἀκινδῡνότερον , ἀκίνδυνος free from danger masc acc comp sg ἀκινδῡνότερον , ἀκίνδυνος free from danger neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ГРИГОРИЙ ПАЛАМА — [Греч. Γρηγόριος Παλαμᾶς] (ок. 1296, К поль 14.11.1357, Фессалоника), свт. (пам. 14 нояб., переходящее празд. во 2 ю Неделю Великого поста), архиеп. Фессалоникийский, отец и учитель Церкви. Жизнь Источники Свт. Григорий Палама. Икона. Посл. треть … Православная энциклопедия
ακινδυνώδης — ἀκινδυνώδης, ες (Α) [ἀκίνδυνος] αυτός που δεν έχει επικίνδυνη όψη, που φαίνεται ακίνδυνος … Dictionary of Greek
ἀκινδυνοτέρα — ἀκινδῡνοτέρᾱ , ἀκίνδυνος free from danger fem nom/voc/acc comp dual ἀκινδῡνοτέρᾱ , ἀκίνδυνος free from danger fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκινδυνοτέρας — ἀκινδῡνοτέρᾱς , ἀκίνδυνος free from danger fem acc comp pl ἀκινδῡνοτέρᾱς , ἀκίνδυνος free from danger fem gen comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκινδυνοτέρων — ἀκινδῡνοτέρων , ἀκίνδυνος free from danger fem gen comp pl ἀκινδῡνοτέρων , ἀκίνδυνος free from danger masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκινδυνότατα — ἀκινδῡνότατα , ἀκίνδυνος free from danger adverbial superl ἀκινδῡνότατα , ἀκίνδυνος free from danger neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)