ακίνδυνος

ακίνδυνος
Όνομα μαρτύρων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ένας από τους συναθλητές του αγίου Βίκτορα με τον οποίο συνεορτάζει στις 20 Απριλίου. 2. Συναθλητής του αγίου Αγαθονίκου και των «συν αύτω». Συνεορτάζουν στις 22 Αυγούστου. 3. Καταγόταν από την Περσία. Επί Σαπόρ Β’ (311-380) συνελήφθη μαζί με τον Πηγάσιο και Ανεμπόδιστο, γιατί κήρυτταν δημόσια τον χριστιανισμό. Υποβλήθηκαν σε φρικτά βασανιστήρια χωρίς να λυγίσουν. Το θάρρος τους και η καρτερία τους έφεραν αντίθετα αποτελέσματα, καθώς αρκετοί ασπάστηκαν τον χριστιανισμό. Ο Α. συνεορτάζει με τους δύο άλλους στις 2 Νοεμβρίου.
* * *
-η, -ο (Α ἀκίνδυνος, -ον)
αυτός που δεν έχει ή δεν προκαλεί κινδύνους, δεν εκθέτει σε κινδύνους
«ακίνδυνος άνθρωπος», «ακίνδυνη επιχείρηση», «ἀκίνδυνος βίος» (Ευρ.), «ἀκίνδυνοι ἀρεταὶ» (Πίνδ.), «ἀκίνδυνοι πυρετοὶ» (Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + κίνδυνος.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκινδυνότης, ἀκινδυνώδης.
ΣΥΝΘ. μσν. ἀκινδυνόφρων].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀκίνδυνος — ἀκίνδῡνος , ἀκίνδυνος free from danger masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακίνδυνος — η, ο επίρρ. α χωρίς κίνδυνο, ασφαλής: Τώρα πια θεωρούσε το ζώο αυτό ακίνδυνο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ακίνδυνος, Γρηγόριος — (Πρίλαπος Μακεδονίας 1300; – 1349;). Βυζαντινός θεολόγος και συγγραφέας. Σπούδασε στη Θεσσαλονίκη, έζησε για λίγο στο Άγιον Όρος και τελικά εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί έλαβε ενεργό μέρος στην έριδα του Ησυχασμού που συντάραζε τότε… …   Dictionary of Greek

  • ἀκινδυνότερον — ἀκινδῡνότερον , ἀκίνδυνος free from danger adverbial comp ἀκινδῡνότερον , ἀκίνδυνος free from danger masc acc comp sg ἀκινδῡνότερον , ἀκίνδυνος free from danger neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ГРИГОРИЙ ПАЛАМА — [Греч. Γρηγόριος Παλαμᾶς] (ок. 1296, К поль 14.11.1357, Фессалоника), свт. (пам. 14 нояб., переходящее празд. во 2 ю Неделю Великого поста), архиеп. Фессалоникийский, отец и учитель Церкви. Жизнь Источники Свт. Григорий Палама. Икона. Посл. треть …   Православная энциклопедия

  • ακινδυνώδης — ἀκινδυνώδης, ες (Α) [ἀκίνδυνος] αυτός που δεν έχει επικίνδυνη όψη, που φαίνεται ακίνδυνος …   Dictionary of Greek

  • ἀκινδυνοτέρα — ἀκινδῡνοτέρᾱ , ἀκίνδυνος free from danger fem nom/voc/acc comp dual ἀκινδῡνοτέρᾱ , ἀκίνδυνος free from danger fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκινδυνοτέρας — ἀκινδῡνοτέρᾱς , ἀκίνδυνος free from danger fem acc comp pl ἀκινδῡνοτέρᾱς , ἀκίνδυνος free from danger fem gen comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκινδυνοτέρων — ἀκινδῡνοτέρων , ἀκίνδυνος free from danger fem gen comp pl ἀκινδῡνοτέρων , ἀκίνδυνος free from danger masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκινδυνότατα — ἀκινδῡνότατα , ἀκίνδυνος free from danger adverbial superl ἀκινδῡνότατα , ἀκίνδυνος free from danger neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”